εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… … Dictionary of Greek
ἐμπολῷ — ἐμπολάω get by barter pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απεμπολώ — (AM ἀπεμπολῶ, άω Α κ. έω) [εμπολώ] ξεπουλάω κάτι, παραχωρώ κάτι με αθέμιτα ανταλλάγματα αρχ. 1. απάγω 2. προδίδω 3. οἱ ἀπεμπολώμενοι αυτοί που αγοράζονται για να πουληθούν ως δούλοι … Dictionary of Greek
διεμπολώ — διεμπολῶ ( άω) (Α) [εμπολώ] 1. πωλώ σε διάφορους ή σε κομμάτια 2. γεν. εμπορεύομαι 3. προδίνω, απατώ 4. για γάμο που συμφωνήθηκε σε εμπορική βάση … Dictionary of Greek
εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… … Dictionary of Greek
παρεμπολώ — άω, Α 1. εισάγω κάτι κρυφά ή με τρόπο ψευδή («παρημπολημένος πολίτης» παρείσακτος, ο ψευδώς εγγεγραμμένος πολίτης, Κωμ. Αδέσπ.) 2. κλείνω μυστική συμφωνία («γάμους παρεμπολῶντι» κοντά στον νόμιμο γάμο συνάπτω και άλλον, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
προσεμπολώ — άω, Μ προσλαμβάνω, κερδίζω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπολῶ «κερδίζω, αποκτώ»] … Dictionary of Greek
συνεμπολώ — άω, Μ πουλώ μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμπολῶ «πουλώ»] … Dictionary of Greek